πλειοψηφικός

πλειοψηφικός
η , ό[ν] относящийся к большинству;

πλειοψηφικό (εκλογικό) σύστημα — мажоритарная избирательная система


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πλειοψηφικός" в других словарях:

  • πλειοψηφικός — και πλειονοψηφικός, ή, ό, Ν [πλειοψηφία / πλειονοψηφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοψηφία 2. φρ. «πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα» εκλογικό σύστημα κατά το οποίο τα μέλη αιρετού σώματος εκλέγονται μόνο από το ψηφοδέλτιο που πλειοψηφεί …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοψηφία: Πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλειονοψηφικός — ή, ό, Ν βλ. πλειοψηφικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»